Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εννεάκις — (AM ἐννεάκις, Α και ἐνάκις) [εννέα] επίρρ. εννέα φορές … Dictionary of Greek
εννάκι(ς) — ἐννάκι(ς) και ἐνάκις (Α) εννεάκις* εννέα φορές («ἐννάκι δ ἐννέα Μοῡσαι», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek